- μακραῖς
- μακρόςlongfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… … Dictionary of Greek
μυχώδη — μυχώδης, ῶδες (Α) [μυχός] γεμάτος από μυχούς, από σπηλιές, από χάσματα, από κοιλώματα («παραυλίζουσα πέτρα μυχώδεσι Μακραῑς», Ευρ.) … Dictionary of Greek
παραυλίζω — Α [πάραυλος (Ι)] 1. βρίσκομαι κοντά, γειτονεύω («παραυλίζουσα πέτρα Μακραῑς», Ευρ.) 2. μένω κοντά, κατοικώ πλησίον 3. μέσ. διανυκτερεύω στην ίδια αυλή, μένω κοντά σε κάποιον, ιδίως ως φρουρός του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις»,… … Dictionary of Greek
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek